καμφουρά
Смотреть что такое "καμφουρά" в других словарях:
καμφουρά — ἡ βλ. καμφορά … Dictionary of Greek
καμφορά — Ουσία έντονα αρωματική, που εξάγεται από το δένδρο κιννάμωμον ή λάουρος η καμφορά (οικογένεια λαουρίδες, δικοτυλήδονα). Είναι διαδεδομένο στη νότια Κίνα, στην Ταϊβάν, στην Ινδία, στην Ιάβα και στη Σουμάτρα. Έχει αειθαλές και γυαλιστερό φύλλωμα με … Dictionary of Greek